σφαιρῶ — σφαιρόω make into a globule pres subj act 1st sg σφαιρόω make into a globule pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφαίρῳ — Σφαῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρῳ — σφαῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφαίρωι — Σφαίρῳ , Σφαῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίρωι — σφαίρῳ , σφαῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενσφαιρώ — ἐνσφαιρῶ, όω (Α) [σφαιρώ] απλώνω ολόγυρα … Dictionary of Greek
περισφαιρώ — όω, Α [σφαιρώ] κάνω κάτι σφαιροειδές … Dictionary of Greek
συσφαιρώ — όω, Μ κάνω κάτι σφαιρικό, στρογγυλεύω κάτι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σφαιρῶ «δίνω σε κάτι το σχήμα τής σφαίρας» (< σφαῖρα)] … Dictionary of Greek
σφαίρωμα — τὸ, ΝΜΑ [σφαιρῶ] 1. καθετί το σφαιρικό 2. το σφαιροειδές αντίρροπο βάρος τού ρωμαϊκού στατήρα νεοελλ. 1. το στρογγυλοποιημένο άκρο σφαιροειδούς λαβής, όπως λ.χ. ξίφους ή ρόπτρου 2. βιολ. α) κάθε κυτταρικό έγκλειστο που παράγει σφαιρίδια ελαίου ή… … Dictionary of Greek
σφαίρωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σφαιρώ] η διαμόρφωση τού κόσμου σε σφαίρα αρχ. στρογγυλοποίηση … Dictionary of Greek